- ἐπελήκεον
- ἐπιληκέωclap the hands in applauseimperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)ἐπιληκέωclap the hands in applauseimperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιληκώ — ἐπιληκῶ, έω (Α) επιδοκιμάζω με φωνές, επικροτώ («ὠρχείσθην δὴ ἔπειτα... κοῡροι δ’ ἐπελήκεον ἄλλοι» έπειτα χόρεψαν αυτοί οι δυο και οι άλλοι νέοι κρατούσαν το ρυθμό με φωνές, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληκώ «κραυγάζω»] … Dictionary of Greek